- καρπεία
- καρπεία, ἡ (Α) [καρπεύω]1. η απολαβή, η κάρπωση («καρπεία τῶν κρεῶν», Πολ.)2. στον πληθ. αἱ καρπεῑαιοι μισθοί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρπεῖα — καρπεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπείας — καρπείᾱς , καρπεία usufruct fem acc pl καρπείᾱς , καρπεία usufruct fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπείαν — καρπείᾱν , καρπεία usufruct fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)